ὁδηγός

ὁδηγός
ὁδηγός, οῦ, ὁ (ὁδός, ἡγέομαι; on ὁδαγός [cod. D and ApcrEzek P2, recto 7] s. B-D-F §29, 3)
one who leads the way in reaching a desired destination, guide, leader (Polyb. 5, 5, 15; Plut., Alex. 680 [27, 3]; PCairZen 770, 14 [III B.C.]; Jos., Ant. 12, 305; 1 Macc 4:2; 2 Macc 5:15; cp. Philo, Mos. 1, 178) of Judas as guide for the men who arrested Jesus Ac 1:16.
one who assists another in following a path, guide, leader, in imagery (Wsd 7:15; 18:3; Jos., Ant. 1, 217) ὁδηγὸς τυφλῶν a guide for the blind Ro 2:19. τυφλοί εἰσιν ὁδηγοὶ τυφλῶν they are blind leaders of the blind Mt 15:14. ὁδηγοὶ τυφλοί (Paroem. Gr.: Apostol. 11, 50) 23:16, 24.—DELG s.v. ὁδός. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁδηγός — guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”